τεκμηριῶ

τεκμηριῶ
τεκμηριόω
prove positively
pres subj act 1st sg
τεκμηριόω
prove positively
pres ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τεκμηριώ — όω, ΜΑ βλ. τεκμηριώνω …   Dictionary of Greek

  • τεκμηρίῳ — τεκμήριον sure sign neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεκμηριώνω — τεκμηριῶ, όω, ΝΜΑ, και μέσ. τεκμηριοῡμαι, όομαι, ΜΑ [τεκμήριον] αποδεικνύω με τεκμήρια, στηρίζω άποψη σε τεκμήριο (α. «δεν τεκμηρίωσε ικανοποιητικά την άποψή του» β. «τεκμηριοῑ δὲ μάλιστα Ὅμηρος», Θουκ.) νεοελλ. (το γ εν. πρόσ. ενεστ.)… …   Dictionary of Greek

  • τεκμηρίωι — τεκμηρίῳ , τεκμήριον sure sign neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεκμηρίωμα — τὸ, Α [τεκμηριῶ] το αποτέλεσμα τού τεκμηριῶ* …   Dictionary of Greek

  • πιστεύω — ΝΜΑ, και στον Ερωτόκρ. πιστεύγω Ν [πιστός] 1. έχω πίστη, έχω εμπιστοσύνη σε κάποιον ή σε κάτι (α. «και λογισμό μη βάνης μπλιο και πίστεψέ μου μένα», Ερωτόκρ. β. «ὅτι οὐκ ἐπίστευσαν ἐν τῷ θεῷ», ΠΔ γ. «κοὐκ ἄλλου σαφῆ σημεῑ ἰδοῡσα τῷδε πιστεύω… …   Dictionary of Greek

  • συντεκμηριούμαι — όομαι, Α συντεκμαίρομαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + τεκμηριῶ «αποδεικνύω, συμπεραίνω»] …   Dictionary of Greek

  • τεκμηρίωση — η / τεκμηρίωσις, ώσεως, ΝΜΑ η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τεκμηριώνω, η συναγωγή συμπεράσματος βάσει τεκμηρίων, η θεμελίωση μιας άποψης με τεκμήρια νεοελλ. 1. τεχνολ. σύστημα λειτουργιών και μεθόδων που διευκολύνει τη συλλογή, αναζήτηση και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”